ταυροχολικός

ταυροχολικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο άλας ή στον εστέρα τού ταυροχολικού οξέος
2. φρ. «ταυροχολικό οξύ»
(βιοχ.) οργανικό οξύ που εκχυλίζεται από την χολή βοδιού και το οποίο με υδρόλυση δίνει ταυρίνη και χολικό οξύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. taurocholique (acide) < ταύρος + χολή + -ικός. Η λ. μαυρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”